αμέριστος

αμέριστος
η, р [ος , ον ]
1) неразделённый, нераспределённый; 2) неделимый, нераздельный; 3) полный, беспредельный;

απολαμβάνω της αμέρίστου εκτιμήσεως — заслужить полное уважение;

μετ· αμέρίστου ενδιαφέροντος — с глубочайшим интересом


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αμέριστος" в других словарях:

  • Ἀμέριστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέριστος — undivided masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμέριστος — η, ο (Α ἀμέριστος, ον) [μερίζω] αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, αδιαίρετος, αμοίραστος νεοελλ. ακέραιος, ολόκληρος, απεριόριστος «έχεις αμέριστη την αγάπη μου», «το ενδιαφέρον μου είναι αμέριστο» …   Dictionary of Greek

  • αμέριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει καταμεριστεί, κατανεμηθεί: Η πατρική κληρονομιά ήταν ακόμη αμέριστη. 2. αυτός που δεν είναι επιδεκτικός μερισμού, πλήρης, ακέραιος: Είχε την αμέριστη υποστήριξη του προϊσταμένου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμεριστότερον — ἀμέριστος undivided adverbial comp ἀμέριστος undivided masc acc comp sg ἀμέριστος undivided neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμερίστω — Ἀμέριστος masc nom/voc/acc dual Ἀμέριστος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμερίστω — ἀμέριστος undivided masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀμέριστος undivided masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμερίστως — ἀμέριστος undivided adverbial ἀμέριστος undivided masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέριστον — ἀμέριστος undivided masc/fem acc sg ἀμέριστος undivided neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμερίστοις — Ἀμέριστος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμερίστοις — ἀμέριστος undivided masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»